- ξεχύνομαι
- ξεχύνομαι, ξεχύθηκα βλ. πίν. 2
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εκσεύομαι — ἐκσεύομαι (Α) 1. ορμώ, εξορμώ, εξέρχομαι, τρέχω έξω («πυλέων ἐξέσσυτο φαίδιμος Ἕκτωρ», Ιλ. Η) 2. (για κρασί) ξεχύνομαι, χύνομαι προς τα έξω 3. (για ύπνο) εγκαταλείπω, φεύγω 4. (απολ.) εξορμώ, βγαίνω ορμητικά προς τα έξω, ξεχύνομαι («πᾱσαι δ… … Dictionary of Greek
εκχύνω — και εκχέω (AM ἐκχέω) 1. χύνω προς τα έξω, χύνω («τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας») 2. μέσ. εκχύνομαι α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι β) εκρέω, αναβλύζω γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι αρχ. 1. δίνω,… … Dictionary of Greek
αναβλύζω — (Α ἀναβλύζω) (για υγρά) αναπηδώ ορμητικά, ξεπετάγομαι, ξεχύνομαι αρχ. εκτοξεύω, εξακοντίζω υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνὰ * + βλύζω. ΠΑΡ. ανάβλυση ( ις) νεοελλ. ανάβλυσμα] … Dictionary of Greek
ανακαχλάζω — ἀνακαχλάζω (Α) κοχλάζω, ξεχύνομαι ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + καχλάζω «κοχλάζω». ΠΑΡ. μσν. ἀνακάχλασις] … Dictionary of Greek
επεκχέω — ἐπεκχέω (Α) [εκχέω] 1. χύνω πάνω σε κάτι 2. μέσ. ἐπεκχέομαι ξεχύνομαι, ορμώ εναντίον κάποιου («ἵνα πάντες ἐπεκχυθέντες τοῑς πολεμίοις», ΠΔ) 3. μέσ. εξαπλώνομαι κάπου … Dictionary of Greek
επιπροχέω — ἐπιπροχέω (Α) [προχέω] 1. ξεχύνω, εκφέρω 2. παθ. εφορμώ, ξεχύνομαι … Dictionary of Greek
επιρρέω — (Α ἐπιρρέω) [ρέω] 1. ρέω στην επιφάνεια, χύνομαι πάνω σε κάτι («καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ’ ἔλαιον», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. ἐπιρρέομαι ποτίζομαι, αρδεύομαι αρχ. 1. εισρέω, χύνομαι μέσα σε κάτι («ποταμοῑσιν ἐμβαίνουσιν... ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῑ», Ηράκλ.) 2.… … Dictionary of Greek
εφορμαίνω — ἐφορμαίνω (Α) ξεχύνομαι με ορμή και βία, εφορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρμ αίνω (< ὁρμή)] … Dictionary of Greek
κελαρύζω — (Α κελαρύζω) (για τρεχούμενο νερό) κυλώ με μουρμουρητό, ηχώ τραγουδιστά, γαργαρίζω («τριγύρω εις την μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, όπου εκελάρυζε τα νερά της στ αυλάκια», Παπαδ.) αρχ. 1. ξεχύνομαι άφθονος, αναβλύζω 2. χύνω υγρό βγάζοντας ήχο… … Dictionary of Greek
ξεχύνω — 1. χύνω κάτι έξω από το δοχείο («ξέχυσε το νερό, γιατί είναι βρόμικο») 2. ξεκινώ, παίρνω δρόμο 3. βγάζω εξανθήματα, σπυράκια 4. παθ. ξεχύνομαι ορμώ, εξορμώ, τρέχω («μόλις ο καιρός καλυτέρεψε, ο κόσμος ξεχύθηκε στην εξοχή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξέχυσα… … Dictionary of Greek